- ποικιλότευκτος
- -ον, Α1. ο έντεχνα επεξεργασμένος, κατεργασμένος2. ο περίπλοκος («ποικιλότευκτος θέοις κύβων», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεό-τευκτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποικιλότευκτος — intricate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAPSI — in Ludo Latrunculorum, loculi sunt lineis distincti, in quibus calculi statuuntur, alias carceres, et mandrae, et septa, Graece χαρακώματα. In Tesserarum lusu, lineae sic dicuntur et scripta, per quae calculi currunt, κάσοι, pro κάψοι, apud… … Hofmann J. Lexicon universale
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek